Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῆς κακώσεως

См. также в других словарях:

  • COTYLA — mensura liquidorum, continens quartatios duos, utnas mensurales novem, Graece κοτύλη. Aliquando pro hemina; nonnumquam etiam pro libra mensurali. Cuiusmodi quinque Cotylarum aquae mensura unicuique litigantium Athenis olim dabatur, ad quam causam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εισαγγελία — Θεσμός και κρατική αρχή, ανάμεσα στη διοίκηση και στην ποινική δικαιοσύνη. Ως θεσμός, είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων. Εμφανίστηκε τον 14o αι. στη Γαλλία και ολοκληρώθηκε στη σημερινή του μορφή, επίσης στη Γαλλία, το 1808, απ’ όπου την… …   Dictionary of Greek

  • κάκωση — η (AM κάκωσις, Μ και κάκωση) [κακώ] κακοποίηση, κακομεταχείριση νεοελλ. ιατρ. ελαφρά ή και βαριά σωματική βλάβη που έχει προκληθεί από άλλο άτομο ή από εξωτερική βίαιη ενέργεια νεοελλ. μσν. κακοπάθεια, ταλαιπωρία μσν. 1. κακή πράξη 2. καταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • μώλωπας — και μώλωψ, ο (ΑΜ μώλωψ) το σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος τής εξωτερικής επιφάνειας τού σώματος το οποίο συνήθως προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση μσν. 1. (κατ επέκτ.) πληγή, τραύμα 2. θρόμβος αίματος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • PULSARE Parentes — apud Athenienses, capitale fuisse videtur, ex Lysia ubi de Agorato: sed morte talem non luisse, verum ignominiâ fuisse notatum, patet exlege Solonis, Atticis Iureconsultis, τῆς τȏυ γονέων κακώσεως, malaetractationis Parentum dicta, quae sic habet …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σαρκόθλασμα — άσματος, τὸ, ΜΑ σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος τής εξωτερικής επιφάνειας τού σώματος, το οποίο, συνήθως, προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση, μώλωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»